- καλαμίνθη
- (calamintha). Θαμνώδες φυτό, εύοσμο, με άνθη ρόδινα ή ερυθρά, το οποίο φύεται σε περιοχές ακαλλιέργητες. Είναι ανθεκτική στις υψηλές θερμοκρασίες και στην ξηρασία. Ανθεί στα τέλη του καλοκαιριού. Περιλαμβάνει πολλά είδη, ορισμένα από τα οποία απαντούν και στην Ελλάδα. Τα κυριότερα από αυτά είναι το πετροκαλαμίθρι, το φλυσκούνι, η αγριορίγανη, το ασπροβάλσαμο και το λιβανόχορτο.
* * *η (Α καλαμίνθη)βοτ. είδος αρωματικού φυτού, κν. καλαμίθρα, μέντανεοελλ.1. βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας χειλανθή2. φρ. «καλαμίνθης έλαιον»(φαρμ.) αιθέριο έλαιο που περιέχεται στο φυτό καλαμίνθη.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. με τους τ. κάλαμος και μίνθη «μέντα» παρέχει τις εξής δυνατότητες ετυμολογήσεώς της: είτε προήλθε με συλλαβική ανομοίωση (απλολογία) από τον αμάρτυρο τ. *καλαμομίνθη, είτε με προσθήκη τού προελληνικού επιθήματος -ινθ- (πρβλ. ερέβ-ινθος) στον τ. κάλαμος, είτε, τέλος, αποτελεί δάνεια λ. σε -ινθ- σχηματισμένη κατά το κάλαμος].
Dictionary of Greek. 2013.